Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συνίσχω

См. также в других словарях:

  • συνίσχω — ΜΑ 1. συνέχω 2. (το παθ.) συνίσχομαι πάσχω, υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἴσχω, άλλος τ. τού έχω] …   Dictionary of Greek

  • συνισχόμενον — συνίσχω retain pres part mp masc acc sg συνίσχω retain pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνισχόμενος — συνίσχω retain pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίσχεσθαι — συνίσχω retain pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίσχεται — συνίσχω retain pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίσχοντος — συνίσχω retain pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»