-
1 συνιερος
-
2 συνίερος
συνίεροςhaving joint sacrifices: masc /fem nom sg -
3 συνίερος
συνίερ-ος, ον,A having joint sacrifices, Plu.2.753f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνίερος
-
4 συνίερος
συν-ίερος, gemeinschaftliche Opfer, gemeinschaftlichen Gottesdienst, gemeinschaftliche Tempel habend, übh. zusammen mit einem verehrt -
5 σύν-νᾱος
σύν-νᾱος, zusammen in einem Tempel verehrt, καὶ συνίερός τινος Plut. amat. 9, u. öfter.
-
6 σύνναος
σύννᾱος, ον,A having the same temple,θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις CIG 2230
([place name] Chios), al., SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), cf. PTeb.281.5 (ii B.C.), Plu.2.708c: c. gen., σ. καὶ συνίερος τοῦ Ἔρωτος ib.753f, cf. Cic.Att.12.45.3, D.C.55.1: c. dat., OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Str.7.7.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνναος
См. также в других словарях:
συνίερος — having joint sacrifices masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνίερος — ον, Α [ἱερός] αυτός στον οποίο αποδίδεται κοινή με άλλον λατρεία («ἡ σύνναος καὶ συνίερος τοῡ Ἔρωτος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek