-
1 συνεχεια
ἥ1) непрерывность(τῆς κινήσεως Arst.)
διὰ τέν συνέχειαν τῶν ἀκροβολισμῶν Polyb. — вследствие непрекращающейся перестрелки2) последовательность, вереница, рядτῇ συνεχείᾳ и κατὰ τέν συνέχειαν Plut. — последовательно, в виде ряда
3) связность, связь(ἐν τῷ λογίζεσθαι Plut.)
4) плотность, густота(σ. καὴ πυκνότης τῶν Ῥωμαίων Plut.)
5) постоянство, настойчивость, стойкость(σ. καὴ ταλαιπωρίαι Dem.)
-
2 συνέχεια
η 1.1) продолжение;η συνέχεια ακολουθεί — или έπεται συνέχεια — продолжение следует;
η συνέχεια στην επόμενη σελίδα — продолжение на следующей странице;
2) непрерывность, беспрерывность, продолжительность;3) последовательность, порядок;χάνω τη συνέχεια — терять нить (разговора, выступления и т. п.);
§ εν συνέχεία — потом;
κατά συνέχεια — последовательно, в порядке следования (одного за другим);
2. επίρρ. подряд, всё время, без перерыва, беспрерывно, постоянно;συνέχεια βρέχει — всё время идёт дождь;
πέντε μέρες συνέχεια — пять дней подряд
-
3 συνέχεια
[синэхиа] ουσ θ непрерывность, продолжительность. -
4 έπομαι
(тк ενεστ. и παρατ είπόμην)1) следовать, идти вслед за...; έπεται συνέχεια продолжение следует; 2) απρόσ. следует, вытекает; выходит; εκ τούτου έπεται отсюда следует...; ως έπεται а) итак, следовательно; б) следующим образом; § ενός κάκου δοθέντος μύρια επονται пришла беда — отворяй ворота -
5 επόμενος
η, ο[ν] следующий, последующий, дальнейший;συνέχεια στο επόμενο (φύλλο) — продолжение следует;
την επόμένην εβδομάδα — на следующей неделе;
η επόμένη — следующий день;
την επόμένη — на следующий день;
ποιός είναι ο επόμ; — кто следующий?;
§ ως ήτο επόμενον — как и следовало ожидать;
επόμενο ήταν — так и следовало ожидать;
επόμενόν είναι να... — после этого естественно, что...;
τα επόμενα — то, что следует
-
6 προσεχής
ης, ες1) предстоящий;τό προσεχες συνέδριο — предстоящий съезд;
2) будущий, наступающий; следующий, ближайший;την προσεχή εβδομάδα — на следующей неделе;
η συνέχεια εις το προσεχες (τεύχος, φύλλον) — продолжение в следующем номере;
3) близкий (по времени);η νίκη είναι προσεχής — победа близка
См. также в других словарях:
συνεχείᾳ — συνεχείᾱͅ , συνέχεια continuity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέχεια — continuity fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέχεια — η, ΝΜΑ [συνεχής] (για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία νεοελλ. 1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο») 2. σημείο στίξης [ ] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη… … Dictionary of Greek
συνέχεια — η 1. συνεχής ακολουθία, έλλειψη διακοπής: Δε διακόπηκε η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. 2. αυτό που ακολουθεί: Τη συνέχεια της υπόθεσης αυτής θα την παρακολουθήσουμε στην επόμενη εκπομπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεχείας — συνεχείᾱς , συνέχεια continuity fem acc pl συνεχείᾱς , συνέχεια continuity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεχείᾳ — συνεχείᾱͅ , συνέχεια continuity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχείαι — συνεχείᾱͅ , συνέχεια continuity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχείαις — συνέχεια continuity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέχειαι — συνέχεια continuity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέχειαν — συνέχεια continuity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek