-
1 συνεκδημος
ὅ и ἥ сопутствующий в (заграничной) поездке, спутник, попутчик Plut.χειροτονηθεὴς σ. τινος NT. — избранный в чьи-л. спутники
-
2 Συνέκδημος
Συνέκδημος οмолитвослов, содержащий молитвы и псалмы в основном для келейной, частной молитвы. Больше по размеру, чем СинопсисЭтим.дргр., первоначальное значение слова «спутник, попутчик»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Συνέκδημος
-
3 συνέκδημος
{сущ., 2}спутник, попутчик, сопутствующий в путешествии.Ссылки: Деян. 19:29; 2Кор. 8:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνέκδημος
-
4 συνέκδημος
{сущ., 2}спутник, попутчик, сопутствующий в путешествии.Ссылки: Деян. 19:29; 2Кор. 8:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνέκδημος
-
5 συνέκδημος
1) ο церк, псалтырь;2) ο, η уст. попутчи|к, -ца; спутни|к, -ца -
6 συνέκδημος
спутник, попутчик, сопутствующий в путешествии.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνέκδημος
-
7 συνέκδημος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνέκδημος
-
8 4898
{сущ., 2}спутник, попутчик, сопутствующий в путешествии.Ссылки: Деян. 19:29; 2Кор. 8:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4898
См. также в других словарях:
συνέκδημος — fellow traveller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημος — ο, / συνέκδημος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πληθ. συνέγδαμοι, οἱ, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) Συνέκδημος σπουδαίο έργο πολιτικής και διοικητικής γεωγραφίας τής πρώιμης βυζαντινής περιόδου το οποίο υπήρξε βασική πηγή για όλα τα μεταγενέστερα σχετικά έργα… … Dictionary of Greek
συνεκδήμοις — συνέκδημος fellow traveller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμου — συνέκδημος fellow traveller masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμους — συνέκδημος fellow traveller masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμων — συνέκδημος fellow traveller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημε — συνέκδημος fellow traveller masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημοι — συνέκδημος fellow traveller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημον — συνέκδημος fellow traveller masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Hierokles (Synekdemos) — Hiéroklès (Synekdèmos) Pour les articles homonymes, voir Hiéroklès. Hiéroklès (en grec ancien Ἱεροκλῆς) est un grammairien byzantin, l auteur présumé du Synekdèmos (en grec Συνέκδημος), un catalogue politique et géographique rédigé avant 535. On… … Wikipédia en Français