-
1 συνοχωκα
См. также в других словарях:
συνοκωχά — συνοκωχά̱ , συνοκωχή joining fem nom/voc/acc dual συνοκωχά̱ , συνοκωχή joining fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συνοχωκα
συνοκωχά — συνοκωχά̱ , συνοκωχή joining fem nom/voc/acc dual συνοκωχά̱ , συνοκωχή joining fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)