Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνωστισμός

См. также в других словарях:

  • συνωστισμός — ο, Ν [συνωστίζομαι] 1. συνώθηση μέσα σε πλήθος κόσμου, στρύμωγμα 2. συνεκδ. πυκνή συγκέντρωση ατόμων που σπρώχνονται ή στρυμώχνονται αμοιβαία, πυκνό πλήθος …   Dictionary of Greek

  • συνωστισμός — ο 1. στρίμωγμα. 2. πυκνή συγκέντρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πήξιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό 2. μτφ. α) συνωστισμός β) κυκλοφοριακή συμφόρηση γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού πήζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για …   Dictionary of Greek

  • σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… …   Dictionary of Greek

  • στρύμωγμα — και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα 2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός 3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • συνώθηση — η / συνώθησις, ήσεως, ΝΑ [συνωθῶ] συνωστισμός, στρύμωγμα …   Dictionary of Greek

  • χαλασμός — ο, ΝΜΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. μτφ. μεγάλη, βαθιά συγκίνηση («νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό», Βαλαωρ.) 2. φρ. «χαλασμός κόσμου» ή «χαλασμός Κυρίου» μτφ. α) i) μεγάλη καταστροφή, γενικός όλεθρος ii) μεγάλη αναστάτωση, πολύς θόρυβος β)… …   Dictionary of Greek

  • ωθισμός — ὁ, Α [ὠθίζομαι] 1. ώθηση, σπρώξιμο 2. συνωστισμός κατά τη συμπλοκή σε μάχη («Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμὸς ἐγένετο», Ηρόδ.) 3. φρ. «ὠθισμὸς λόγων» φιλονικία (Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ηχοπαραγωγικοί μηχανισμοί ζώων — Έμφυτοι ή όχι μηχανισμοί, με τους οποίους τα διάφορα είδη ζώων παράγουν ήχους. Ο λόγος της παραγωγής ήχων από τα ζώα δεν είναι πάντα γνωστός, σε γενικές όμως γραμμές φαίνεται να σχετίζεται με την αναγνώριση των ατόμων του ίδιου είδους, την… …   Dictionary of Greek

  • αδιαχώρητος — η, ο αυτός διαμέσου του οποίου δεν μπορεί κανείς να περάσει· το ουδ., το αδιαχώρητο ως ουσ., η βασική ιδιότητα των υλικών σωμάτων να μην μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο: Στην αίθουσα ήταν τέτοιος ο συνωστισμός που είχε καταργηθεί το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»