-
1 συνωστισμός
[синостизмос] ουσ. а. давка, теснота, толканиеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνωστισμός
-
2 давка
-
3 пробка
пробка ж 1) η τάπα, ο φελλός 2) лерен. о συνωστισμός* * *ж1) η τάπα, ο φελλός2) перен. ο συνωστισμός -
4 затор
I. 1. (задержка в движении на дороге) о κυκλοφοριακός συνωστισμός 2. (по-меха) το εμπόδιο, το μπλοκάρισμα (ξεν.). II.(смесь для брожения водки, пива и т.п.) η πυτιά, οι ζυμομύκητες, η μαγιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затор
-
5 наплыв
1. (дефект лакокрасочного покрытия) το ελάττωμα του χρωματισμούτα «νερά»2. (прибытие, поступление) η συρροή, ο συνωστισμόςчасы - а покупателей οι ώρες της μεγάλης κίνησης (των καταστημάτων, των γραφείων κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наплыв
-
6 давка
давкаж ὁ συνωστισμός, τό στρίμωγμα. -
7 затор
заторм ὁ συνωστισμός (на улице):ледяной \затор ἡ συσσώρευση πάγων. -
8 теснота
тесн||отаж ὁ συνωστισμός, τό στρύμωγμα:какая \теснотаοτέ! τί στενόχωρα!· жить в \теснотаοτέ ζῶ στενόχωρα. -
9 толкотня
толк||отняж разг ὁ συνωστισμός. -
10 толчея
толчеяж разг ὁ συνωστισμός, ἡ ὀχλαγωγία. -
11 давка
[ντάφκα] ουσ. θ. συνωστισμός -
12 затор
[ζατόρ] ουσ. α συνωστισμός -
13 теснота
[τισνατά] ουσ. θ. συνωστισμός -
14 толкотня
[ταλκατνγιά] ουσ. θ. συνωστισμός -
15 давка
[ντάφκα] ουσ θ συνωστισμός -
16 затор
[ζατόρ] ουσ α συνωστισμός -
17 теснота
[τισνατά] ουσ θ συνωστισμός -
18 толкотня
[ταλκατνγιά] ουσ θ συνωστισμός -
19 давка
-и θ.1. συνωστισμός, στρίμωγμα.2. πάυημα, ζούπισμα. -
20 дохнуть
дохнуть 1ρ.δ. ψοφώ.εκφρ.мухи -ут – βαργεστιμάρα ανυπόφορη, σκασίλα.дохнуть 2ρ.σ.1. αναπνέω, ανασαίνω. || εκπνέω, εκφυσώ.2. φυσώ, πνέω•-ул слибый ветерок φύσηξε ελαφρό αεράκι.
εκφρ.дохнуть негде – ασφυκτικός συνωστισμός, ανάσα δεν παίρνεις•дохнуть некогда – δεν αδειάζω να πεθάνω ( πάρα πολύ αποσχολημένος): не сметь ή бояться дохнуть παραλύω από φόίβο, κόβεται η αναπνοή μου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνωστισμός — ο, Ν [συνωστίζομαι] 1. συνώθηση μέσα σε πλήθος κόσμου, στρύμωγμα 2. συνεκδ. πυκνή συγκέντρωση ατόμων που σπρώχνονται ή στρυμώχνονται αμοιβαία, πυκνό πλήθος … Dictionary of Greek
συνωστισμός — ο 1. στρίμωγμα. 2. πυκνή συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πήξιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό 2. μτφ. α) συνωστισμός β) κυκλοφοριακή συμφόρηση γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού πήζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] … Dictionary of Greek
πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για … Dictionary of Greek
σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… … Dictionary of Greek
στρύμωγμα — και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα 2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός 3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται… … Dictionary of Greek
συνώθηση — η / συνώθησις, ήσεως, ΝΑ [συνωθῶ] συνωστισμός, στρύμωγμα … Dictionary of Greek
χαλασμός — ο, ΝΜΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. μτφ. μεγάλη, βαθιά συγκίνηση («νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό», Βαλαωρ.) 2. φρ. «χαλασμός κόσμου» ή «χαλασμός Κυρίου» μτφ. α) i) μεγάλη καταστροφή, γενικός όλεθρος ii) μεγάλη αναστάτωση, πολύς θόρυβος β)… … Dictionary of Greek
ωθισμός — ὁ, Α [ὠθίζομαι] 1. ώθηση, σπρώξιμο 2. συνωστισμός κατά τη συμπλοκή σε μάχη («Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμὸς ἐγένετο», Ηρόδ.) 3. φρ. «ὠθισμὸς λόγων» φιλονικία (Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ηχοπαραγωγικοί μηχανισμοί ζώων — Έμφυτοι ή όχι μηχανισμοί, με τους οποίους τα διάφορα είδη ζώων παράγουν ήχους. Ο λόγος της παραγωγής ήχων από τα ζώα δεν είναι πάντα γνωστός, σε γενικές όμως γραμμές φαίνεται να σχετίζεται με την αναγνώριση των ατόμων του ίδιου είδους, την… … Dictionary of Greek
αδιαχώρητος — η, ο αυτός διαμέσου του οποίου δεν μπορεί κανείς να περάσει· το ουδ., το αδιαχώρητο ως ουσ., η βασική ιδιότητα των υλικών σωμάτων να μην μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο: Στην αίθουσα ήταν τέτοιος ο συνωστισμός που είχε καταργηθεί το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)