-
1 συνυποπτωσις
- εως ἥ лог. соотнесенность в познании, одновременное познаниеἡ ἀμφοτέρων σ. Sext. — сопряженное познание обоих элементов
См. также в других словарях:
συνυπόπτωσις — ώσεως, ἡ, Α [συνυποπίπτω] το να γίνεται κάτι καταλληπτό μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
συνυπόπτωσιν — συνυπόπτωσις simultaneous presentation to the senses fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)