Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνυπάρχω

См. также в других словарях:

  • συνυπάρχω — συνυπάρχω, συνυπήρξα βλ. πίν. 223 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνυπάρχω — ΝΜΑ [ὑπάρχω] υπάρχω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συνυπάρχω — υπάρχω μαζί με κάποιον άλλο: Συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο τα πιο μεγάλα ελαττώματα και οι πιο μεγάλες αρετές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνυπάρχω — σύν ὑπάρχω begin pres subj act 1st sg σύν ὑπάρχω begin pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχωρώ — έω, ΝΜΑ [περίχωρος] θεολ. α) (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.) β) (για τη θεία και… …   Dictionary of Greek

  • συνεδρεύω — ΝΑ [σύνεδρος] 1. παίρνω μέρος σε συνεδρίαση, συνεδριάζω 2. συνδιασκέπτομαι, συσκέπτομαι αρχ. 1. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω 2. (για στρατεύματα) περικλείω 3. μτφ. α) ιατρ. (για σύμπτωμα) συνυπάρχω, συνοδεύω («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι ὄγκος»,… …   Dictionary of Greek

  • ξυνυποικουρώ — ξυνυποικουρῶ, έω (Α) συνοικουρώ, κατοικώ μαζί με κάποιον, συνυπάρχω («ταυτὶ τὰ νοσήματα καὶ ξυνυποικουρεῑ τῇ φύσει», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύν, αρχ. τ. τού σύν + ὑποικουρῶ «μένω κρυμμένος στο σπίτι»] …   Dictionary of Greek

  • προσυνυπάρχω — Α [συνυπάρχω] προσυπάρχω …   Dictionary of Greek

  • προσυπάρχω — ΝΑ [ὑπάρχω] υπάρχω επί πλέον νεοελλ. συνυπάρχω μαζί με άλλους …   Dictionary of Greek

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

  • συγκατοικώ — συγκατοικῶ, έω, ΝΑ [συγκάτοικος] νεοελλ. κατοικώ μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, είμαι συγκάτοικος αρχ. 1. κατοικώ μαζί με άλλους στην ίδια χώρα («ἐψηφίσατο συγκατοικεῑν Σινωπεῡσι», Πλούτ.) 2. μτφ. συνυπάρχω («γέρων γέρο ντι συγκατῴκησεν πίνος»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»