-
1 συνυποπιπτω
лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемымοὐ λευκότερόν τι δυνατόν ἐστι γνωρίζειν μέ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. — невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее
-
2 συνυποπίπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνυποπίπτω
-
3 συνυποπίπτω
συν-υπο-πίπτω, mit, zugleich darunter fallen, = mit darunter verstanden werden
См. также в других словарях:
συνυποπίπτω — Α [ὑποπίπτω] καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
συνυπόπτωσις — ώσεως, ἡ, Α [συνυποπίπτω] το να γίνεται κάτι καταλληπτό μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο … Dictionary of Greek