-
1 συνυποκριθήναι
-
2 συνυποκριθῆναι
См. также в других словарях:
συνυποκριθῆναι — συνυποκρῐθῆναι , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συνυποκριθήναι
2 συνυποκριθῆναι
συνυποκριθῆναι — συνυποκρῐθῆναι , συνυποκρίνομαι accommodate oneself by pretending aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)