-
1 συνταγή
συντάσσωput in order together: aor subj pass 3rd sgσυντάσσωput in order together: aor subj pass 3rd sgσυντάσσωput in order together: aor subj pass 3rd sgσυνταγήorder: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 συνταγῇ
συντάσσωput in order together: aor subj pass 3rd sgσυντάσσωput in order together: aor subj pass 3rd sgσυντάσσωput in order together: aor subj pass 3rd sgσυνταγήorder: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 συνταγή
συνταγήorder: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 συνταγή
συντᾰγή, ἡ,A order, command,κατὰ συνταγήν IG9(1).717
([place name] Corcyra); of an oracle,κατὰ σ. σωθεὶς χαριστήριον Abh.Berl.Akad.1932(5).35
(Pergam.); preconcerted signal in war, v.l. in LXX Jd.20.38; ἀπὸ συνταγῶν at appointed times, ib.2 Es.10.14; physician's prescription, Artem.2.44.II pl., covenant, Iamb.VP31.185.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνταγή
-
5 συνταγή
η рецепт -
6 συνταγή
[синтаги] ουσ. Θ. рецепт.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνταγή
-
7 συνταγή
-ῆς ἡ N 1 0-1-0-1-1=3 JgsA 20,38; Ezr 10,14; PSal 4,5assignation PSal 4,5; preplanned signal JgsA 20,38εἰς καιροὺς ἀπὸ συνταγῶν at appointed times Ezr 10,14 Cf. ROST 1967, 130-132 -
8 συνταγή
[синтаги] ουσ θ рецепт. -
9 συνταγή
la receta -
10 συνταγή
συν-ταγή, ἡ, Zusammenordnung, -stellung, Anordnung, Vorschrift, z. B. der Ärzte; plur. αἱ συνταγαί = συνϑῆκαι, Verabredungen, Verträge -
11 συνταγή
1) formule2) ordonnance -
12 συνταγή
1) przepis (m) rzecz.2) recepta (f) rzecz. -
13 συνταγή
1) předpis2) recept -
14 συνταγή
1) pension2) recipeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνταγή
-
15 ordonnance
συνταγή -
16 recept
συνταγή -
17 recipe
συνταγή -
18 recepta
συνταγή -
19 συνταγήν
συνταγήorder: fem acc sg (attic epic ionic) -
20 лекарство
лекарство с το φάρμακο, το γιατρικό· принимать \лекарство πίνω (или παίρνω) το φάρμακο· прописать \лекарство δίνω συνταγή* * *сτο φάρμακο, το γιατρικόпринима́ть лека́рство — πίνω ( или παίρνω) το φάρμακο
прописа́ть лека́рство — δίνω συνταγή
См. также в других словарях:
συνταγή — order fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek
συνταγή — η 1. οδηγία για την παρασκευή κάποιου φαγητού ή φαρμάκου: Της έδωσε τη συνταγή γι αυτό το γλυκό. 2. ιατρικό σημείωμα όπου αναγράφονται τα φάρμακα που πρέπει να πάρει κάποιος ασθενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνταγῇ — συντάσσω put in order together aor subj pass 3rd sg συντάσσω put in order together aor subj pass 3rd sg συντάσσω put in order together aor subj pass 3rd sg συνταγή order fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγαῖς — συνταγή order fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγῆς — συνταγή order fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγήν — συνταγή order fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγῶν — συνταγή order fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κολόνια — Αρωματικό προϊόν, που αποτελείται από διάλυμα οινοπνεύματος και αιθέριων ελαίων (λεμονιού, λεβάντας, γιασεμιού κ.ά.). Η ελληνική ονομασία της προέρχεται από το γαλλικό eau de cologne, που σημαίνει στην κυριολεξία του νερό της Κολονίας. Η… … Dictionary of Greek
Constantine II of Greece — Constantine ΙΙ King of the Hellenes Reign 6 March 1964 – 1 June 1973 Predecessor Paul … Wikipedia