-
1 ξυντυχια
ион. συντῠχίη ἥ1) случай, происшествие, приключение, стечение обстоятельствἐρωτικέ ξ. Thuc. — любовное приключение;
κατὰ συντυχίην Her. — случайно;κατὰ συντυχίαν ἀγαθήν Arph. — благодаря счастливой случайности, к счастью;ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν Thuc. — как кому пришлось2) благоприятное стечение обстоятельств, счастливый случай, удача(συντυχίῃ χρησάμενος Her.)
θεῶν ἐπὴ συντυχίαις Soph. — благодаря ниспосланным богами счастливым обстоятельствам3) несчастный случай, несчастье, бедаκαιναὴ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. — следующие друг за другом бедствия;
συντυχίᾳ τινὴ χρησάμενος Plat. — став жертвой какого-л. несчастья (ср. 2) -
2 συντυχια
ион. συντῠχίη ἥ1) случай, происшествие, приключение, стечение обстоятельствἐρωτικέ ξ. Thuc. — любовное приключение;
κατὰ συντυχίην Her. — случайно;κατὰ συντυχίαν ἀγαθήν Arph. — благодаря счастливой случайности, к счастью;ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν Thuc. — как кому пришлось2) благоприятное стечение обстоятельств, счастливый случай, удача(συντυχίῃ χρησάμενος Her.)
θεῶν ἐπὴ συντυχίαις Soph. — благодаря ниспосланным богами счастливым обстоятельствам3) несчастный случай, несчастье, бедаκαιναὴ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. — следующие друг за другом бедствия;
συντυχίᾳ τινὴ χρησάμενος Plat. — став жертвой какого-л. несчастья (ср. 2)
См. также в других словарях:
συντυχίη — συντυχία occurrence fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίῃ — συντυχία occurrence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… … Dictionary of Greek