-
1 συντυχία
συντυχιά η1) стечение обстоятельств, случай; совпадение;κατά συντυχία — случайно;
2) случайная встреча;καλή (κακή) συντυχία — счастливая (зловещая) встреча;
3) болтовня -
2 συντυχια
ион. συντῠχίη ἥ1) случай, происшествие, приключение, стечение обстоятельствἐρωτικέ ξ. Thuc. — любовное приключение;
κατὰ συντυχίην Her. — случайно;κατὰ συντυχίαν ἀγαθήν Arph. — благодаря счастливой случайности, к счастью;ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν Thuc. — как кому пришлось2) благоприятное стечение обстоятельств, счастливый случай, удача(συντυχίῃ χρησάμενος Her.)
θεῶν ἐπὴ συντυχίαις Soph. — благодаря ниспосланным богами счастливым обстоятельствам3) несчастный случай, несчастье, бедаκαιναὴ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. — следующие друг за другом бедствия;
συντυχίᾳ τινὴ χρησάμενος Plat. — став жертвой какого-л. несчастья (ср. 2) -
3 συντυχία
[синтихиа] ουσ θ случайное совпадение, встреча. -
4 ξυντυχια
ион. συντῠχίη ἥ1) случай, происшествие, приключение, стечение обстоятельствἐρωτικέ ξ. Thuc. — любовное приключение;
κατὰ συντυχίην Her. — случайно;κατὰ συντυχίαν ἀγαθήν Arph. — благодаря счастливой случайности, к счастью;ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν Thuc. — как кому пришлось2) благоприятное стечение обстоятельств, счастливый случай, удача(συντυχίῃ χρησάμενος Her.)
θεῶν ἐπὴ συντυχίαις Soph. — благодаря ниспосланным богами счастливым обстоятельствам3) несчастный случай, несчастье, бедаκαιναὴ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. — следующие друг за другом бедствия;
συντυχίᾳ τινὴ χρησάμενος Plat. — став жертвой какого-л. несчастья (ср. 2)
См. также в других словарях:
συντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… … Dictionary of Greek
συντυχίᾳ — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχιά — η 1. τυχαία συνάντηση. 2. σύμπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίαι — συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντυχιᾶν — συντυχία occurrence fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)