-
1 συντρίψη
συντρίψηι, σύντριψιςruin: fem dat sg (epic)συντρί̱ψῃ, συντρίβωrub together: aor subj mid 2nd sgσυντρί̱ψῃ, συντρίβωrub together: aor subj act 3rd sgσυντρί̱ψῃ, συντρίβωrub together: fut ind mid 2nd sg -
2 συντρίψῃ
συντρίψηι, σύντριψιςruin: fem dat sg (epic)συντρί̱ψῃ, συντρίβωrub together: aor subj mid 2nd sgσυντρί̱ψῃ, συντρίβωrub together: aor subj act 3rd sgσυντρί̱ψῃ, συντρίβωrub together: fut ind mid 2nd sg
См. также в других словарях:
σύντριψη — η / σύντριψις, ίψεως, ΝΑ [συντρίβω] 1. η ενέργεια τού συντρίβω, συντριβή 2. ολική καταστροφή, πανωλεθρία 3. θρυμματισμός, κομμάτιασμα νεοελλ. συνεκδ. (σχετικά με εχθρό) εξόντωση, εξολόθρευση αρχ. σύγκρουση … Dictionary of Greek
συντρίψῃ — συντρίψηι , σύντριψις ruin fem dat sg (epic) συντρί̱ψῃ , συντρίβω rub together aor subj mid 2nd sg συντρί̱ψῃ , συντρίβω rub together aor subj act 3rd sg συντρί̱ψῃ , συντρίβω rub together fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάτριψις — διάτριψις, η (Α) [διατρίβω] 1. άλεσμα 2. σύντριψη, κοπάνισμα … Dictionary of Greek
θραυσμός — ὁ (ΑΜ θραυσμός) [θραύω] νεοελλ. (ορυκτ.) η εμφάνιση σε ένα ορυκτό επιφανειών που αποχωρίζονται σε διευθύνσεις διαφορετικές από εκείνες τών επιπέδων σχισμού μσν. αρχ. το σπάσιμο, η σύντριψη … Dictionary of Greek
θραύση — και θράψη, ἡ (ΑΜ θραῡσις) [θραύω] 1. ο βίαιος χωρισμός τών μορίων σκληρού σώματος, σπάσιμο, σύντριψη 2. (για νόσο ή πόλεμο) εξόντωση, όλεθρος, καταστροφή νεοελλ. 1. τεχνολ. η λύση τής συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
κάταξις — κάταξις, εως, ιων. τ. κάτηξις, ιος, ἡ (Α) 1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῑν», Αριστοτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ… … Dictionary of Greek
κάτηξις — κάτηξις, ήξιος, ἡ (Α) (ιων. τ. τού κάταξις*) σύντριψη … Dictionary of Greek
κοπή — η (ΑM κοπή) [κόπτω] τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων») νεοελλ. 1. ποίμνιο, κοπάδι 2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό μσν. 1. σχήμα, κατατομή 2. περικοπή, μείωση μσν. αρχ. σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα… … Dictionary of Greek
συντριβή — η, ΝΜΑ [συντρίβω] όλεθρος, καταστροφή (α. «η συντριβή τών στρατιωτικών τους δυνάμεων ήταν αναπότρεπτη» β. «πρὸ συντριβῆς ἡγεῑται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη», ΠΔ) νεοελλ. μσν. μτφ. σπαραγμός ψυχής μσν. αρχ. σύντριψη … Dictionary of Greek
Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… … Dictionary of Greek