Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συντράπεζος

См. также в других словарях:

  • συντράπεζος — messmate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] …   Dictionary of Greek

  • συντράπεζον — συντράπεζος messmate masc/fem acc sg συντράπεζος messmate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντραπέζοις — συντράπεζος messmate masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντράπεζοι — συντράπεζος messmate masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντράπεζον — συντράπεζον , συντράπεζος messmate masc/fem acc sg συντράπεζον , συντράπεζος messmate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»