-
1 συντομία
συντομίᾱ, συντομίαconciseness: fem nom /voc /acc dualσυντομίᾱ, συντομίαconciseness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συντομίαι, συντομίαconciseness: fem nom /voc plσυντομίᾱͅ, συντομίαconciseness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συντομίᾳ
Βλ. λ. συντομία -
3 συντόμια
συντόμιονtessera: neut nom /voc /acc pl -
4 συντομία
συντομ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντομία
-
5 συντομία
brevityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συντομία
-
6 συντομίας
συντομίᾱς, συντομίαconciseness: fem acc plσυντομίᾱς, συντομίαconciseness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 συντομίαι
συντομίαconciseness: fem nom /voc plσυντομίᾱͅ, συντομίαconciseness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 ξυντομίαν
συντομίᾱν, συντομίαconciseness: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 συντομίαν
συντομίᾱν, συντομίαconciseness: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 συγκοπή
συγκοπ-ή, ἡ,A cutting up into small pieces, Plu.2.912e, POxy.1654.6 (ii A.D.), Sch.Luc.Vit.Auct.19; cutting of metal into pieces for coinage, Peripl.M.Rubr.6: metaph., extreme conciseness, opp. συντομία, ἡ ἄγαν τῆς φράσεως ς. Longin.42.2 Gramm., syncope, i.e. cutting a word short by striking out one or more letters, A.D. Adv.169.15, al., Plu.2.1011e;κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι Id.Rom. 11
.b = ἀποκοπή v, Longin.39.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκοπή
-
11 ἐνάργεια
ἐνάργ-εια, ἡ,2 Philos., clear and distinct perception, Epicur.Ep.1p.11U., al.3 Rhet., vivid description, D.H.Lys.7; joined with συντομία, Phld. Po.5.3.III selfevidence, Phld.Sign.15,al.;ἡ ἐ. δείκνυσιν Diogenian.Epicur.4.10
; παρὰ τὴν ἐ. contrary to manifest facts, Olymp.in Mete.215.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνάργεια
См. также в других словарях:
συντομία — συντομίᾱ , συντομία conciseness fem nom/voc/acc dual συντομίᾱ , συντομία conciseness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίᾳ — συντομίαι , συντομία conciseness fem nom/voc pl συντομίᾱͅ , συντομία conciseness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομία — η 1. βραχύτητα χρόνου, οικονομία χρόνου: Για συντομία πήγε από το μονοπάτι. 2. βραχυλογία: Εκφράζεται με συντομία και ακρίβεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομία — η, ΝΜΑ [σύντομος] 1. η ιδιότητα τού συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.) 2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής νεοελλ. 1. βραχυλογία 2. φρ. α) «χάριν συντομίας» για… … Dictionary of Greek
συντόμια — συντόμιον tessera neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίας — συντομίᾱς , συντομία conciseness fem acc pl συντομίᾱς , συντομία conciseness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίαι — συντομία conciseness fem nom/voc pl συντομίᾱͅ , συντομία conciseness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυντομίαν — συντομίᾱν , συντομία conciseness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίαν — συντομίᾱν , συντομία conciseness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντομος — η, ο / σύντομος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύντομος A 1. ο μικρής διάρκειας ή απόστασης, βραχύς (α. «σύντομος δρόμος» β. «σύντομο διάλειμμα» γ. «ἀλλ ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη», Αριστοφ.) 2. βραχυλογικός, λακωνικός, συνοπτικός (α. «σύντομη… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek