1 συντηρώ
συντηρ ολόκληρη την οικογένεια — содержать, кормить всю семью;
συντηρούμαι — жить (на какие-л. средства);
πώς συντηρείται; — на что, на какие средства он живёт?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συντηρώ