Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συντελικός

См. также в других словарях:

  • συντελικός — belonging to masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… …   Dictionary of Greek

  • συντελικά — συντελικός belonging to neut nom/voc/acc pl συντελικά̱ , συντελικός belonging to fem nom/voc/acc dual συντελικά̱ , συντελικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικῶν — συντελικός belonging to fem gen pl συντελικός belonging to masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικόν — συντελικός belonging to masc acc sg συντελικός belonging to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικοῦ — συντελικός belonging to masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικούς — συντελικός belonging to masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικῆς — συντελικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικῇ — συντελικός belonging to fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελική — συντελικός belonging to fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελικήν — συντελικός belonging to fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»