-
1 συντελεστικως
в прошедшем законченном времени, в перфектной формеκινεῖσθαι μέν τι παρατατικῶς, κεκινῆσθαι δὲ σ. Sext. κινεῖσθαι — есть форма инфекта (настоящего времени), а κεκινῆσθαι - прошедшего законченного
См. также в других словарях:
συντελεστικῶς — συντελεστικός capable of causing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελεστικός — ή, ό / συντελεστικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός, χρήσιμος αρχ. 1. συμπληρωματικός 2. το αρσ. ως ουσ. ο συντελεστικός (ενν. χρόνος) γραμμ. ο παρακείμενος και ο αόριστος, σε αντιδιαστολή προς τον παρατατικό. επίρρ … Dictionary of Greek
συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… … Dictionary of Greek
συντελούντως — Μ επίρρ. συντελεστικώς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συντελῶν, οῦντος τού συντελῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek