Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

συντελεστής

См. также в других словарях:

  • συντελεστής — member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

  • συντελεστής — ο 1. ό,τι συντελεί σε κάτι, παράγοντας: Η βιομηχανία αποτελεί συντελεστή της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. 2. βοηθητικό στοιχείο: Δεν εκτιμήθηκαν σωστά όλοι οι συντελεστές της νίκης. 3. (μαθημ.), όρος σε μια μαθηματική πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποπόλωσης, συντελεστής — Συντελεστής που σχετίζεται με τη συνεισφορά του πεδίου από τα πολωμένα άτομα ενός συνεχούς διηλεκτρικού, όταν αυτό τοποθετηθεί σε ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα άτομα στο πλέγμα του διηλεκτρικού πολώνονται σύμφωνα με το πεδίο που αντιλαμβάνονται, όσο… …   Dictionary of Greek

  • ισχύος, συντελεστής — Ο λόγος της μέσης ισχύος ενός εναλλασσόμενου ρεύματος προς το γινόμενο των ενεργών τιμών της τάσης (Uεv) και του ρεύματος (Ιεν). Αν το εναλλασσόμενο ρεύμα είναι ημιτονοειδές, τότε ο σ.ι. ισούται με το συνημίτονο της διαφοράς φάσης φ μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • συντελεσταῖς — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεσταί — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστῇ — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστήν — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντελεστῶν — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»