-
1 katsayı
συντελεστής -
2 coefficient
συντελεστής -
3 модуль
1. (абсолютная величина числа) о συντελεστής, το μέτρο του συσχετισμού 2. (элемент конструкции) το στοιχείο, ο συντελεστής κατασκευήςосновной косм. - το κύριο διαμέρισμα3. эл. το ηλεκτρικό στοιχείο - на керамической основе - σε κεραμική βάση, - полного сопротивления - της ολικής αντίστασης 4. (величина, характеризующая свойства материалов) το μέτρο, το όριο, ο συντελεστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуль
-
4 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
5 коэффициент
-а α.συντελεστής•коэффициент полезного действия ισχύς πραγματική ή ωφέλιμη•
-мощности συντελεστής ισχύος•
коэффициент упругости συντελεστής ελαστικότητας.
-
6 гамма-фактор
(коэффициент контрастности) ο συντελεστής-γάμμα (ο συντελεστής έντασης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-фактор
-
7 коэффициент
-
8 коэффициент
коэффициентм мат, физ. ὁ συντελεστής:\коэффициент полезного действия физ. ὁ συντελεστής, ἡ ἀπόδοσης. -
9 агент
1. хим. ο φορέαςτο μέσον, ο συντελεστήςхолодильный - см. охлаждающий2. (предста-витель организации, учреждения) о αντιπρόσωπος, о πράκτοραςстраховой - της ασφαλιστικής εταιρείας, ο ασφαλιστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > агент
-
10 воздух
1. (смесь газов, составляющая земную атмосферу) о αέρ/αςжидкий - υγροποιημέ-νος/ρευστοποιη μένος -очищенный - καθαρός/καθαρισμένος -первичный - πρωτεύων/προσαγόμενος -рудничный - ορυχείου/στοάςшахтный - см. рудничный -2. полигр. τα κενά/διαστήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздух
-
11 добротность
1. (хорошее качество) η καλή ποιότητα* - изображения - της εικόνας 2. эл. о συντελεστής ποιότητας του κυκλώματος, внешняя - εξωτερικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добротность
-
12 косинус
мат. το συνημίτονο (συν)- фи (cos φ) το συνημίτονο φ (συν φ), ο συντελεστής της ισχύοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > косинус
-
13 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
14 отдача
1. (кпд) η απόδοση, ο συντελεστής της απόδοσης 2. (реакция тела) η ανάκρουση, η οπισθοδρόμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отдача
-
15 самоиндуктивность
η αντεπαγωγή, ο συντελεστής αντεπαγωγής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самоиндуктивность
-
16 теплопроводность
1. (вид теплопередачи) η θερμοπερατότηταη θερμοαγωγι-μότηταη θερμική αγωγιμότητα2. (коэффициент теплопроводности) о συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > теплопроводность
-
17 ТКС
(температурный коэффициент сопротивления) о θερμικός συντελεστής της αντίστασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ТКС
-
18 фактор
ο συντελεστήςο παράγωνο παράγονταςгазовый (нефт.) - η σχέση παραγωγής (εξόρυξης) του αερίου/πετρελαίου (м3{}т{})человеческий - ο ανθρώπινος παράγων/παράγονταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фактор
-
19 полезный
полезн||ыйприл ὠφέλιμος, χρήσιμος, ἐπωφελής:быть \полезныйым εἶμαι χρήσιμος-э́то тебе \полезныйο αὐτό θά σέ ὠφελήσει· \полезный человек χρήσιμος ἀνθρωπος· ◊ коэффициент \полезныйого действия тех. ὁ συντελεστής ἀπόδοσης. -
20 factor
['fæktə]1) (something, eg a fact, which has to be taken into account or which affects the course of events: There are various factors to be considered.) παράγοντας,συντελεστής2) (a number which exactly divides into another: 3 is a factor of 6.) διαιρέτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συντελεστής — member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… … Dictionary of Greek
συντελεστής — ο 1. ό,τι συντελεί σε κάτι, παράγοντας: Η βιομηχανία αποτελεί συντελεστή της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. 2. βοηθητικό στοιχείο: Δεν εκτιμήθηκαν σωστά όλοι οι συντελεστές της νίκης. 3. (μαθημ.), όρος σε μια μαθηματική πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπόλωσης, συντελεστής — Συντελεστής που σχετίζεται με τη συνεισφορά του πεδίου από τα πολωμένα άτομα ενός συνεχούς διηλεκτρικού, όταν αυτό τοποθετηθεί σε ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα άτομα στο πλέγμα του διηλεκτρικού πολώνονται σύμφωνα με το πεδίο που αντιλαμβάνονται, όσο… … Dictionary of Greek
ισχύος, συντελεστής — Ο λόγος της μέσης ισχύος ενός εναλλασσόμενου ρεύματος προς το γινόμενο των ενεργών τιμών της τάσης (Uεv) και του ρεύματος (Ιεν). Αν το εναλλασσόμενο ρεύμα είναι ημιτονοειδές, τότε ο σ.ι. ισούται με το συνημίτονο της διαφοράς φάσης φ μεταξύ των… … Dictionary of Greek
συντελεσταῖς — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελεσταί — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελεστῇ — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελεστήν — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελεστῶν — συντελεστής member of a land owners union which is responsible for the collection and payment of its taxes masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική … Dictionary of Greek