-
1 συντανυω
См. также в других словарях:
συντανύω — Α (ποιητ. τ.) τεντώνω κάτι μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τανύω «τείνω, τεντώνω»] … Dictionary of Greek
συντανύσαις — συντανύω stretch together aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) συντανύω stretch together aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντανύσας — συντανύσᾱς , συντανύω stretch together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)