-
1 συνταγματικά
συνταγματικόςof: neut nom /voc /acc plσυνταγματικά̱, συνταγματικόςof: fem nom /voc /acc dualσυνταγματικά̱, συνταγματικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 συν-ταγματικός
συν-ταγματικός, ή, όν, vom σύνταγμα, dazu gehörig, Sp. Dah. τὰ συνταγματικά, wohl geordnete, gut ausgeführte Schriften, im Ggstz von ὑπομνηματικά, Ammon.
-
3 ανεξιθρησκία
I.η [ανεκτική στάση]Toleranz f gegenüber anderen ReligionenII.η [συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα]Religionsfreiheit f -
4 constitutionally
adverb συνταγματικά -
5 συνταγματικός
A of or like aσύνταγμα 4
; συνταγματικά regular treatises, opp. ὑπομνηματικά, Ammon.in Cat.4.4, cf. Phlp.in Cat.3.12, Simp. in Cat.4.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνταγματικός
-
6 συνταγματικός
συν-ταγματικός, ή, όν, vom σύνταγμα, dazu gehörig. Dah. τὰ συνταγματικά, wohl geordnete, gut ausgeführte Schriften, im Ggstz von ὑπομνηματικά
См. также в других словарях:
συνταγματικά — συνταγματικός of neut nom/voc/acc pl συνταγματικά̱ , συνταγματικός of fem nom/voc/acc dual συνταγματικά̱ , συνταγματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… … Dictionary of Greek
αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… … Wikipedia
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
θρασύτητα — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στις απαγορευμένες υπαίθριες συναθροίσεις και αναλύεται σε δύο εγκλήματα, αντίστοιχα: την απλή συμμετοχή σε απαγορευθείσα συνάθροιση και την μη απομάκρυνση από συνάθροιση (τυχαία ή μη) έπειτα από τριπλή… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek