-
1 ordonnance
συνταγή -
2 recept
συνταγή -
3 recipe
συνταγή -
4 recepta
συνταγή -
5 лекарство
лекарство с το φάρμακο, το γιατρικό· принимать \лекарство πίνω (или παίρνω) το φάρμακο· прописать \лекарство δίνω συνταγή* * *сτο φάρμακο, το γιατρικόпринима́ть лека́рство — πίνω ( или παίρνω) το φάρμακο
прописа́ть лека́рство — δίνω συνταγή
-
6 назначение
назначение с 1) ο καθορισμός 2) (врачебное) η εντολή, η συνταγή 3) (на должность) ο διορισμός ◇ место \назначениея о τόπος προορισμού* * *с1) ο καθορισμός2) ( врачебное) η εντολή, η συνταγή3) ( на должность) ο διορισμός••ме́сто назначе́ния — ο τόπος προορισμού
-
7 прописать
-
8 рецепт
-
9 рецепт
η συνταγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рецепт
-
10 назначение
назнач||ениес1. (срока, цена и т. п.) ὁ καθορισμός·2. (на должность и т. п.) ὁ διορισμός·3. (врачебное) ἡ ἐντολή, ἡ συνταγή·4. (цель) ὁ προορισμός:поезд особого \назначениеения τραίνο εἰδικού προορισμοῦ· место \назначениеения ὁ τόπος προορισμοῦ. -
11 рецепт
рецептм ἡ συνταγή/ ἡ ρετσέτα (тк. врача). -
12 ручной
ручн||ойприл1. τοῦ χεριοῦ, τής χειρός:\ручнойые часы τό ρολόι τοῦ χεριοῦ· \ручнойо́е полотенце ἡ πετσέτα γιά τά χέρια·2. (производимый руками) χειροποίητος:\ручнойа́я работа τό χειροτέχνημα, χειροποίητη ἐργασία· \ручнойа́я вышивка τό κέντημα, τό πλουμίδν3. (приводимый β действие руками) χειροκίνητος:\ручнойа́я мельница ὁ χειρόμυλος, ὁ χερόμυλος· \ручнойа́я швейная машина ἡ χειροκίνητη ραπτομηχανή, ἡ ραπτομηχανή τοῦ χεριοῦ-\ручнойая тележка τό χειραμάξι[ον], τό καρ-ροτσάκι· \ручнойа́я граната воен. ἡ χειροβομ-βίδα [-ίς]· \ручной тормоз τό χερόφρενο·4. (о багаже):\ручнойа́я кладь οἱ ἀποσκευές, οἱ μικροαποσκευές· \ручнойа́я корзина τό ζεμπίλι, τό καλάδι·5. (прирученный) ἐξημερωμένος, δαμασμένος, ήμερος:\ручной медведь ἡ ἐξημερωμένη ἀρκοῦδα· ◊ \ручнойа́я продажа а) (на улице) ἡ πώληση στό δρόμο, б) (в аптеке) ἡ πώληση χωρίς συνταγή· \ручнойые кандалы οἱ χειροπέδες. -
13 formula
['fo:mjulə]plurals - formulae; noun1) (an arrangement of signs or letters used in chemistry, arithmetic etc to express an idea briefly: the formula for water is H2O.) (μαθ., φυσ., χημ.) τύπος, φόρμουλα2) (a recipe or set of instructions for making something: The shampoo was made to a new formula.) συνταγή -
14 prescription
[-'skrip-] ( noun)1) (a doctor's (usually written) instructions for the preparing and taking of a medicine: He gave me a prescription to give to the chemist.) συνταγή γιατρού2) (the act of prescribing.) υπόδειξη -
15 recipe
['resəpi](a set of instructions on how to prepare and cook something: a recipe for curry; ( also adjective) a recipe book.) συνταγή μαγειρικής -
16 назначение
[ναζνατσιένιιε] ουσ. ο. καθορισμός, διορισμός, εντολή, συνταγή -
17 рецепт
[ριτσιέπτ] ουσ. α. συνταγή -
18 назначение
[ναζνατσιένιιε] ουσ ο καθορισμός, διορισμός, εντολή, συνταγή -
19 рецепт
[ριτσιέπτ] ουσ α συνταγή -
20 рецепт
-а α.συνταγή (γιατρού). || οδηγία μαγειρεύματος. || μτφ. τρόπος ενέργειας• έτοιμη συμβουλή για κάθε τι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνταγή — order fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek
συνταγή — η 1. οδηγία για την παρασκευή κάποιου φαγητού ή φαρμάκου: Της έδωσε τη συνταγή γι αυτό το γλυκό. 2. ιατρικό σημείωμα όπου αναγράφονται τα φάρμακα που πρέπει να πάρει κάποιος ασθενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνταγῇ — συντάσσω put in order together aor subj pass 3rd sg συντάσσω put in order together aor subj pass 3rd sg συντάσσω put in order together aor subj pass 3rd sg συνταγή order fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγαῖς — συνταγή order fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγῆς — συνταγή order fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγήν — συνταγή order fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγῶν — συνταγή order fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κολόνια — Αρωματικό προϊόν, που αποτελείται από διάλυμα οινοπνεύματος και αιθέριων ελαίων (λεμονιού, λεβάντας, γιασεμιού κ.ά.). Η ελληνική ονομασία της προέρχεται από το γαλλικό eau de cologne, που σημαίνει στην κυριολεξία του νερό της Κολονίας. Η… … Dictionary of Greek
Constantine II of Greece — Constantine ΙΙ King of the Hellenes Reign 6 March 1964 – 1 June 1973 Predecessor Paul … Wikipedia