См. также в других словарях:
συντίνω — και αττ. τ. ξυντίνω Α πληρώνω από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίνω «πληρώνω, καταβάλλω»] … Dictionary of Greek
συντίνω — και αττ. τ. ξυντίνω Α πληρώνω από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίνω «πληρώνω, καταβάλλω»] … Dictionary of Greek