-
1 пенсионный
пенсионный συντάξιμος· \пенсионный возраст η συντάξιμη ηλικία* * *пенсио́нный во́зраст — η συντάξιμη ηλικία
-
2 пенсионный
пенси||о́нныйприл τής συντάξεως, συντάξιμος:\пенсионныйонная книжка τό βιβλιάριο συντάξεως.
См. также в других словарях:
συντάξιμος — η, ο, Ν αυτός που παρέχει το δικαίωμα χορήγησης ή λήψης σύνταξης (α. «συντάξιμος χρόνος» β. «συντάξιμες αποδοχές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξη + κατάλ. ιμος (πρβλ. εργάσ ιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
συντάξιμος — η, ο αυτός που παρέχει το δικαίωμα σύνταξης ή αυτός που με βάση του παρέχεται σύνταξη: Τα χρόνια της στρατιωτικής θητείας αναγνωρίστηκαν ως συντάξιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)