Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνοίκημα

См. также в других словарях:

  • συνοίκημα — that with which one lives neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκημα — ήματος, τὸ, Α [συνοικῶ] 1. η συγκατοίκηση 2. το άθροισμα αυτών που συγκατοικούν, που ζουν από κοινού, η κοινότητα τών ανθρώπων που ζουν μαζί («νομίσας δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»