-
1 σκαλαθύρω
σκαλαθύρω, a) eigtl., von σκάλλω, graben, Hesych. – b) im obscönen Sinne, beschlafen; ἢν μείρακ' ἰδὼν ἐπιϑυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαϑῠραι, Ar. Eccl. 611, Schol. συνουσιάσαι.
См. также в других словарях:
συνουσιάσαι — συνουσιά̱σᾱͅ , συνουσιάζω keep company with fut part act fem dat sg (doric) συνουσιάζω keep company with aor inf act συνουσιάσαῑ , συνουσιάζω keep company with aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυλίζω — ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος] 1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι συνουσιάσαι» … Dictionary of Greek