-
1 συνουσιη
-
2 συνουσίη
συνουσίαbeing with: fem nom /voc sg (epic ionic)——————συνουσίαbeing with: fem dat sg (epic ionic) -
3 συνουσίῃ
Βλ. λ. συνουσίη -
4 ξυνουσίη
συνουσίη, συνουσίαbeing with: fem nom /voc sg (epic ionic)——————συνουσίῃ, συνουσίαbeing with: fem dat sg (epic ionic) -
5 συν-ουσία
συν-ουσία, ἡ, ion. συνουσίη, das Zusammensein, -leben; ὅσοις προςῆλϑον ἀβλαβεῖξυνο υσίᾳ, Aesch. Eum. 275; ὦ ξυνουσίαι ϑηρῶν ὀρείων, Soph. Phil. 924, d. i. ὦ ϑῆρες συνόντες, u. öfter; auch übtr., ὅταν δὲ πλησϑῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Phil. 516, u. O. C. 63 οὐ λόγοις τιμώμεν' ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ πλέον, nicht durch Worte, sondern mehr durch Gebrauch, durch die That geehrt; ξυνουσία ϑηλύφρων γυναικῶν, Ar. Eccl. 110; vom Zusammenessen, Gelag, Her. 2, 78; eheliche Gemeinschaft, in und außer der Ehe, ἡ τῶν ἀφροδισίων συνουσία, Plat. Conv. 192 c; τοῦ κατὰ φύσιν χρῆσϑαι τῇ τῆς παιδογονίας συνουσίᾳ, Legg. VIII, 838 a; Pol. 6, 6, 2; – übh. Umgang, Unterhaltung, ἵνα συνουσία καὶ διάλογοι ἡμῖν γίγνωνται, Plat. Prot. 338 c; ἡ ὁμιλία καὶ ξυνουσία τοῦ σώματος, Phaed. 81 c; ἡ ἐν οἴνῳ συνουσία, Legg. II, 652 a ( αἱ ἐν τοῖς πότοις σ., Isocr. 1, 32); τὴν περὶ τὰ γράμματα συνουσίαν τῶν μανϑανόντων, Polit. 285 c; τὴν συνουσίαν διαλύσωμεν, Lach. 201 c; ἐν ἱεραῖς τε καὶ εἰρηνικαῖς συνουσίαις, Legg. XII, 950 e; Xen. Cyr. 2, 2, 1 u. öfter; Gastmahl, Pol. 4, 20, 10 u. öfter.
-
6 ξυνουσια
ион. συνουσίη ἥ [σύνειμι I]1) общение, знакомство, посещение(τινός Plat. и πρός τινα Xen.)
ἥ σέ ξ. Plat. — общение с тобою;κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Arph. — любезный в обхождении;πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. — утомленный постоянным общением с больным (Филоктетом)2) сборище, общество, сходка, собрание Her., Isocr.ἡ ἐν οἴνῳ σ. Plat. — попойка, пиршество;
ξυνουσίαι θηρῶν Soph. — общество зверей3) беседа, собеседованиеτέν συνουσίαν διαλῦσαι Plat. — прекращать беседу, т.е. расходиться;
αἱ σοφαὴ ξυνουσίαι Arph. — ученые собеседования;προϊούσης τῆς ξυνουσίας Plat. — по мере того как развивается беседа4) посещение учителя, учение(ἥ περὴ γράμματα σ. Plat.; μισθὸς τῆς συνουσίας Xen.)
5) половые сношения, соитие Xen., Plat., Arst. -
7 συνουσια
ион. συνουσίη ἥ [σύνειμι I]1) общение, знакомство, посещение(τινός Plat. и πρός τινα Xen.)
ἥ σέ ξ. Plat. — общение с тобою;κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Arph. — любезный в обхождении;πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. — утомленный постоянным общением с больным (Филоктетом)2) сборище, общество, сходка, собрание Her., Isocr.ἡ ἐν οἴνῳ σ. Plat. — попойка, пиршество;
ξυνουσίαι θηρῶν Soph. — общество зверей3) беседа, собеседованиеτέν συνουσίαν διαλῦσαι Plat. — прекращать беседу, т.е. расходиться;
αἱ σοφαὴ ξυνουσίαι Arph. — ученые собеседования;προϊούσης τῆς ξυνουσίας Plat. — по мере того как развивается беседа4) посещение учителя, учение(ἥ περὴ γράμματα σ. Plat.; μισθὸς τῆς συνουσίας Xen.)
5) половые сношения, соитие Xen., Plat., Arst.
См. также в других словарях:
συνουσίη — συνουσία being with fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσίῃ — συνουσία being with fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνουσίη — συνουσίη , συνουσία being with fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνουσίῃ — συνουσίῃ , συνουσία being with fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… … Dictionary of Greek