Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συνορία

См. также в других словарях:

  • συνορία — συνορίᾱ , συνορία border land fem nom/voc/acc dual συνορίᾱ , συνορία border land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνορία — και ιων. τ. συνορίη, ἡ, Α [σύνορος] συνόρευση, το να έχει κανείς κοινά σύνορα με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συνορίας — συνορίᾱς , συνορία border land fem acc pl συνορίᾱς , συνορία border land fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνορίαν — συνορίᾱν , συνορία border land fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνόριον — τὸ, Α [σύνορος] συνορία*, συνόρευση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»