-
1 συνορία
συνορίᾱ, συνορίαborder-land: fem nom /voc /acc dualσυνορίᾱ, συνορίαborder-land: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 συνορία
A border-land, Αἰγύπτου καὶ Αἰθιόπων Ruppel Der Tempel von Dakke 3p.52No.67, cf. Peripl.M.Rubr.65, POxy. 918 v 17 (ii A.D.), BGU831.9 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνορία
-
3 συνορία
συνορία, ας, ἡ (Peripl. Eryth. 65; OGI 168, 18 [II B.C.]; 206, 3; pap) neighboring country Mt 4:24 v.l.—DELG s.v. ὅρος. -
4 συνορίας
συνορίᾱς, συνορίαborder-land: fem acc plσυνορίᾱς, συνορίαborder-land: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 συνορίαν
συνορίᾱν, συνορίαborder-land: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 συνόριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνόριον
См. также в других словарях:
συνορία — συνορίᾱ , συνορία border land fem nom/voc/acc dual συνορίᾱ , συνορία border land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνορία — και ιων. τ. συνορίη, ἡ, Α [σύνορος] συνόρευση, το να έχει κανείς κοινά σύνορα με κάποιον … Dictionary of Greek
συνορίας — συνορίᾱς , συνορία border land fem acc pl συνορίᾱς , συνορία border land fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνορίαν — συνορίᾱν , συνορία border land fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόριον — τὸ, Α [σύνορος] συνορία*, συνόρευση … Dictionary of Greek