-
1 συνομῆλιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνομῆλιξ
-
2 συνομάλικες
συνομά̱λικες, συνομῆλιξfellow: masc /fem nom /voc pl (doric) -
3 συνομήλικα
συνομή̱λικα, συνομῆλιξfellow: masc /fem acc sg -
4 συνομήλικας
συνομή̱λικας, συνομῆλιξfellow: masc /fem acc pl -
5 συνομήλικες
συνομή̱λικες, συνομῆλιξfellow: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
συνομήλικας — ο / συνομῆλιξ, ήλικος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συνομήλιξ, ικος, Ν, και δωρ. τ. συνομᾱλιξ, άλικος, ὁ, ἡ, Α συνομίληκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμῆλιξ «συνομήλικος»] … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
συνομάλιξ — άλικος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συνομῆλιξ … Dictionary of Greek
συνομήλικος — η, ο / συνομήλικος, ον, ΝΜ αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλον («καὶ πρώτην σὲ συνέκρινα στὲς συνομήλικές σου», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνομήλιξ, ήλικος] … Dictionary of Greek
συνομάλικες — συνομά̱λικες , συνομῆλιξ fellow masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομήλικα — συνομή̱λικα , συνομῆλιξ fellow masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομήλικας — συνομή̱λικας , συνομῆλιξ fellow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομήλικες — συνομή̱λικες , συνομῆλιξ fellow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)