-
1 συνομολογέω
A say the same thing with, agree with, σφι Hdt.2.55, cf. X.Oec.1.13,21.2, etc.; confess the whole, concede,αὐτὰ ταῦτα Th.1.133
; freq. of disputants, concede, agree upon,ὅσα ἂν συνομολογῶμεν X.Smp.4.56
, cf. Pl.R. 342d, Grg. 504b, etc.: c. acc. et inf.,περὶ δικαιοσύνης σ. πάντα εἶναι ταῦτα καλά Id.Lg. 859d
, cf. Phd. 91d:— [voice] Med., Id.Euthd. 280b, Lg. 660d:—[voice] Pass.,τὰ ἄλλα συνωμολόγηται X. HG7.1.2
; οὔκουν καὶ τόδε συνομολογοῖτο; Pl.Phlb. 60b; συνωμολογημένον τοῦτο κεῖται ib. 41d;τοῦτο ἡμῖν.. μενέτω συνομολογηθέν Id.Sph. 248a
, cf. Plt. 284c; τὸ -ούμενον, opp. τὰ ἀμφισβητούμενα, Isoc.2.52;ἔστω συνωμολογημένον ἡμῖν Arist.Pol. 1323b23
.2 [voice] Med., correlate,ἅμα ταῦτα πρὸς ἄλληλα -ήσασθαι χαλεπόν Hp.Epid.6.8.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνομολογέω
-
2 συνομολογητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνομολογητέον
-
3 συνομολογία
συνομολογ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνομολογία
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский