-
1 συνοιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοιστός
-
2 συνοιστόν
συνοιστόςaccordant: masc acc sgσυνοιστόςaccordant: neut nom /voc /acc sg -
3 συνοιστή
συνοιστόςaccordant: fem nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
συνοιστός — ή, όν, Α σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοίσω, μέλλ. τού συμφέρω (βλ. λ. οἴσω) + κατάλ. τός*] … Dictionary of Greek
συνοιστόν — συνοιστός accordant masc acc sg συνοιστός accordant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοιστή — συνοιστός accordant fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)