Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνοικιῶν

  • 1 συνοικιών

    συνοικία
    living with her: fem gen pl
    συνοικίζω
    make to live with: fut part act masc nom sg (attic epic doric)
    συνοικίζω
    make to live with: fut part act masc nom sg (attic epic doric)
    συνοικιάζω
    enlarge a house: fut part act masc voc sg
    συνοικιάζω
    enlarge a house: fut part act neut nom /voc /acc sg
    συνοικιάζω
    enlarge a house: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > συνοικιών

  • 2 συνοικιῶν

    συνοικία
    living with her: fem gen pl
    συνοικίζω
    make to live with: fut part act masc nom sg (attic epic doric)
    συνοικίζω
    make to live with: fut part act masc nom sg (attic epic doric)
    συνοικιάζω
    enlarge a house: fut part act masc voc sg
    συνοικιάζω
    enlarge a house: fut part act neut nom /voc /acc sg
    συνοικιάζω
    enlarge a house: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > συνοικιῶν

  • 3 συνοικίων

    συνοίκια
    a public feast in memory of Theseus' uniting all the towns of Attica into a single city-state: neut gen pl
    συνοίκιον
    neut gen pl
    συνοικέω
    dwell: pres part act masc nom sg (doric)
    συνοικέω
    dwell: pres part act masc nom sg (doric)

    Morphologia Graeca > συνοικίων

См. также в других словарях:

  • συνοικιῶν — συνοικία living with her fem gen pl συνοικίζω make to live with fut part act masc nom sg (attic epic doric) συνοικίζω make to live with fut part act masc nom sg (attic epic doric) συνοικιάζω enlarge a house fut part act masc voc sg συνοικιάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικίων — συνοίκια a public feast in memory of Theseus uniting all the towns of Attica into a single city state neut gen pl συνοίκιον neut gen pl συνοικέω dwell pres part act masc nom sg (doric) συνοικέω dwell pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού …   Dictionary of Greek

  • Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτήρι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 450 κάτ.) της Σαντορίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Στην περιοχή, από ανασκαφές που άρχισαν το 1967 και συνεχίζονται ακόμη, ανακαλύφθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»