-
1 συνοικειωσις
- εως ἥ досл. сближение, рит. связывание, сочетание(μέ προσόντων Arst.)
См. также в других словарях:
συνοικείωσις — binding together fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικειώσεις — συνοικείωσις binding together fem nom/voc pl (attic epic) συνοικείωσις binding together fem nom/acc pl (attic) συνοικειόω bind together as friends aor subj act 2nd sg (epic) συνοικειόω bind together as friends fut ind act 2nd sg συνοικειόω bind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικειώσεσι — συνοικείωσις binding together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικειώσεσιν — συνοικείωσις binding together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικείωση — η / συνοικείωσις, ώσεως, ΝΑ [συνοικειῶ / ώνω] εξοικείωση, εθισμός αρχ. 1. αστρολ. συνδυασμός 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο πολύ διαφορετικά πράγματα αποδίδονται σε ένα πρόσωπο ή συνδέονται εκφραστικά 3. στον πληθ. αἱ συνοικειώσεις αλληγορική… … Dictionary of Greek
συνοικειώσεως — συνοικειώσεω̆ς , συνοικείωσις binding together fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικείωσιν — συνοικέω dwell pres subj act 3rd pl (epic) συνοικείωσις binding together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)