-
1 συνοδυρομαι
-
2 συνοδύρομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοδύρομαι
-
3 συνοδύρομαι
συν-οδύρομαι, mit, zusammen klagen, beklagen
См. также в других словарях:
συνοδύρομαι — ΜΑ οδύρομαι, θρηνώ γοερά κι εγώ μαζί με άλλον … Dictionary of Greek