-
1 συνθιγγάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθιγγάνω
См. также в других словарях:
συνθιγγάνω — ΜΑ αγγίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θιγγάνω, αρχ. τ. τού θίγω «αγγίζω, ακουμπώ»] … Dictionary of Greek
1 συνθιγγάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθιγγάνω
συνθιγγάνω — ΜΑ αγγίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θιγγάνω, αρχ. τ. τού θίγω «αγγίζω, ακουμπώ»] … Dictionary of Greek