-
1 συνθηματικος
-
2 συνθηματικός
η, ό[ν]1) условный;συνθηματικόςό σημείο — условный знак;
συνθηματικόςή γλώσσα — условный язык;
2) опознавательный;3) воен, кодовый, закодированный;συνθηματικός τίτλος — закодированное название;
υπό συνθηματικόςή ονομασία — под кодовым названием
-
3 συνθηματικός
[синтиматикос] επ условный.
См. также в других словарях:
συνθηματικός — ή, ό / συνθηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα 2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες» [γλωσσ.] ιδιώματα που… … Dictionary of Greek
συνθηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει σύνθημα: Το σφύριγμα αυτό είναι συνθηματικό. – Συνεννοήθηκαν με συνθηματικές φράσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνθηματικά — συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc pl συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc/acc dual συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθηματικόν — συνθηματικός by preconcerted signs masc acc sg συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθηματικῶς — συνθηματικός by preconcerted signs adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδάριθμος — Ο συνθηματικός αριθμός των κρυπτογραφικών κωδίκων, που χρησιμοποιείται για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων. Ονομάζεται επίσης κωδικός αριθμός. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται και για τους συνδυασμούς αριθμών, λέξεων ή αριθμών και λέξεων μαζί, που… … Dictionary of Greek
συνθηματικώς — συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν βλ. συνθηματικός … Dictionary of Greek