-
1 συνθηματικός
A by preconcerted signs, σ. γράμματα writings in cipher, Plb.8.16.9. Adv. - κῶς in cipher, Id.8.17.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθηματικός
-
2 συνθηματικά
συνθηματικόςby preconcerted signs: neut nom /voc /acc plσυνθηματικά̱, συνθηματικόςby preconcerted signs: fem nom /voc /acc dualσυνθηματικά̱, συνθηματικόςby preconcerted signs: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 συνθηματικόν
συνθηματικόςby preconcerted signs: masc acc sgσυνθηματικόςby preconcerted signs: neut nom /voc /acc sg -
4 συνθηματικώς
-
5 συνθηματικῶς
-
6 σύνθημα
A anything agreed upon, preconcerted signal, Hdt. 8.7; given by means of a beacon-fire, Th.4.112; συνθήματα εἶναι τὰ ὀνόματα that names are conventional signs, Pl.Cra. 433e; τὰ παρὰ φύσιν ς. Id.Grg. 492c; so δέλτοι ἐγγεγραμμένην ξυνθήμαθ' having ciphers inscribed upon it, S.Tr. 158; dispatches or letters in cipher, Plb.8.15.9; military signal-code, Ph.Bel.90.45, al.; cf. συνθηματικός.2 password, Hdt.9.98, Th.7.44, etc.; σ. παρέρχεται the word is passed round, X.An.1.8.16, cf. 6.5.25; σ. παραδιδόναι to pass it, ib.7.3.34;σ. παρφέροντι E.Ph. 1140
; παραγγέγγειν, παρεγγυῆσαι, X. An.1.8.16, Cyr.7.1.10; signal for battle,τοῦ σ. δοθέντος Plu.Sull.28
;ἐνδιδόναι Luc.Salt.10
.3 any token or sign,ξυμφορᾶς ξ. ἐμῆς S.OC 46
; τὰ Θησέως Πειρίθου τε.. ξυνθήματα the tokens or pledges of their compact, ib. 1594; = Lat. tessera, Plb.6.34.8; passport, Jul.Ep.13; symbol, Dam.Pr. 210, 213; τῆς τελετῆς τὸ ς. IG3.173 (iv A.D.).4 = συνθῆκαι, agreement, covenant,σ. ποιήσασθαι X.An.4.6.20
;σ. ἦν.. παίειν Id.HG5.4.6
; ἀπὸ συνθήματος by agreement, Hdt.5.74, Th.4.67, 6.61, etc.; so ἐκ ς. Hdt.6.121; ἀφ' ἑνὸς ς. Plu.Aem.19; ὑφ' ἑνὶ ς. Hdn.2.13.4.II communion, connexion, τί σ. ἀσπίδι καὶ βακτηρίᾳ; Ath.5.215e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνθημα
См. также в других словарях:
συνθηματικός — ή, ό / συνθηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα 2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες» [γλωσσ.] ιδιώματα που… … Dictionary of Greek
συνθηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει σύνθημα: Το σφύριγμα αυτό είναι συνθηματικό. – Συνεννοήθηκαν με συνθηματικές φράσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνθηματικά — συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc pl συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc/acc dual συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθηματικόν — συνθηματικός by preconcerted signs masc acc sg συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθηματικῶς — συνθηματικός by preconcerted signs adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδάριθμος — Ο συνθηματικός αριθμός των κρυπτογραφικών κωδίκων, που χρησιμοποιείται για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων. Ονομάζεται επίσης κωδικός αριθμός. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται και για τους συνδυασμούς αριθμών, λέξεων ή αριθμών και λέξεων μαζί, που… … Dictionary of Greek
συνθηματικώς — συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν βλ. συνθηματικός … Dictionary of Greek