-
1 капитулировать
-
2 капитулировать
-рую, -руешь ρ.δ.κ.σ.συνθηκολογώ•капитулировать безоговорочно συνθηκολογώ άνευ όρων.
-
3 капитулировать
капитулироватьсов и несов συνθηκολογώ, παραδίδομαι. -
4 сдаваться
сдава́||ться Iнесов παραδίνομαι, παραδίδομαι / ὑποχωρώ, ἐνδίδω (уступать)/ συνθηκολογώ (капитулировать):\сдаваться в плен παραδίνομαι αἰχμάλωτος· \сдаваться на просьбы ἐνδίδω στίς παρακλήσεις κάποιου· не \сдаватьсяйся! перен μήν ὑποχωρείς!, μήν τά βάζεις κάτω!сдаваться IIбезл разг:мне (ему и т. д.) сдается μοῦ (τοῦ κ.λ.π.) φαίνεται. -
5 примиришь
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примиренный, βρ: -рен, -рена, -ревоρ.σ.μ.ειρηνεύω• ειρηνοποιό), συμβιβάζω, συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω.συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι, συνδιαλλάσσομαι, τα φτιάνω• συνθηκολογώ.
См. также в других словарях:
συνθηκολογώ — συνθηκολογώ, συνθηκολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνθηκολογώ — συνθηκολόγησα 1. θέτω τέρμα σε διαμάχη, συνάπτω συνθήκη: Μετά τη συντριβή τους αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. 2. «Συνθηκολογώ με τη συνείδησή μου», συμπεριφέρομαι ανήθικα καταπνίγοντας τη φωνή της συνείδησής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνθηκολογώ — Ν 1. θέτω τέρμα σε διαμάχη ή σε πόλεμο, συνάπτω συνθήκη ειρήνης, συμβιβάζομαι 2. στρ. κάνω συνθηκολόγηση 3. μτφ. προδίδω τις αρχές μου 4. φρ. «συνθηκολογεί με τη συνείδησή του» μτφ. εφευρίσκει δικαιολογίες προκειμένου να καθησυχάσει τις τύψεις… … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek
σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
συμφωνώ — συμφωνῶ, έω, ΝΜΑ [σύμφωνος] 1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του») 3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν» … Dictionary of Greek
συνθηκολογία — η, Ν η συνθηκολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθηκολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη] … Dictionary of Greek
συνθηκολόγηση — η, Ν 1. σύναψη συνθήκης, ιδίως συμφωνία δύο ή περισσότερων ατόμων ή κρατών για συμφιλίωση, συνδιαλλαγή, ειρήνευση 2. στρ. συμφωνία με την οποία τερματίζεται ο αγώνας τής μιας από δύο εμπόλεμες πλευρές και καθορίζονται οι όροι και ο τρόπος… … Dictionary of Greek
συνθηκοποιώ — έω, Α (συν. μέσ.) συνθηκοποιουμαι, έομαι συμβιβάζομαι, συνθηκολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθήκη + ποιῶ*] … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek