Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συνθηκολογώ

См. также в других словарях:

  • συνθηκολογώ — συνθηκολογώ, συνθηκολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνθηκολογώ — συνθηκολόγησα 1. θέτω τέρμα σε διαμάχη, συνάπτω συνθήκη: Μετά τη συντριβή τους αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. 2. «Συνθηκολογώ με τη συνείδησή μου», συμπεριφέρομαι ανήθικα καταπνίγοντας τη φωνή της συνείδησής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνθηκολογώ — Ν 1. θέτω τέρμα σε διαμάχη ή σε πόλεμο, συνάπτω συνθήκη ειρήνης, συμβιβάζομαι 2. στρ. κάνω συνθηκολόγηση 3. μτφ. προδίδω τις αρχές μου 4. φρ. «συνθηκολογεί με τη συνείδησή του» μτφ. εφευρίσκει δικαιολογίες προκειμένου να καθησυχάσει τις τύψεις… …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • συμφωνώ — συμφωνῶ, έω, ΝΜΑ [σύμφωνος] 1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του») 3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν» …   Dictionary of Greek

  • συνθηκολογία — η, Ν η συνθηκολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθηκολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη] …   Dictionary of Greek

  • συνθηκολόγηση — η, Ν 1. σύναψη συνθήκης, ιδίως συμφωνία δύο ή περισσότερων ατόμων ή κρατών για συμφιλίωση, συνδιαλλαγή, ειρήνευση 2. στρ. συμφωνία με την οποία τερματίζεται ο αγώνας τής μιας από δύο εμπόλεμες πλευρές και καθορίζονται οι όροι και ο τρόπος… …   Dictionary of Greek

  • συνθηκοποιώ — έω, Α (συν. μέσ.) συνθηκοποιουμαι, έομαι συμβιβάζομαι, συνθηκολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθήκη + ποιῶ*] …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»