-
81 συνημοσύνη
συν-ημοσύνη, ἡ, Verbindung, Vereinigung, übtr., = συνϑήκη, Übereinkunft, Vertrag; auch Verwandtschaft -
82 ναῦλον
Grammatical information: n.Meaning: `fare, freight, passage-money' (Att., hell.).Derivatives: ναυλόω, - όομαι `let out a ship, freight a ship' (Plb., pap.), with ναύλ-ωσις `freighting', - ώσιμος `belonging to freighting' (also of κτήνη, ὄνοι), - ωτική f., sc. συνθήκη or συγγραφή `freighting agreement' (all pap.); cf. Kalbfleisch RhM 94, 94f.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Prob. from ναῦς, though further λο-derivv. of nouns and semantic examples are missing, s. Chantraine Form. 241. Cf. ναῦσθλον. -- Lat. LW [loanword] naulum.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ναῦλον
-
83 Compact
adj.P. and V. πυκνός.Of the limbs: P. εὐπαγής.——————subs.P. and V. συνθήκη, ἡ, or pl., σύνθημα, τό, σύμβασις, ἡ, P. ὁμολογία, ἡ.——————v. trans.Compacted of: P. συγκείμενος (ἐκ, gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Compact
-
84 Convention
subs.Assembly: P. and V. σύλλογος, ὁ, σύνοδος, ἡ.Agreement: P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό, P. ὁμολογία, ἡ.As opposed to nature: P. συνθήκη, ἡ, νόμος, ὁ (Plat., Gorg. 483A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Convention
-
85 Pact
subs.P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθήκη, ἡ, or pl., σύνθημα, τό. P, ὁμολογία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pact
-
86 antlaşmak
συνάπτω συνθήκη -
87 muakit
ο συναπτών συνθήκη -
88 ἀσύνθετος
ἀσύνθετος, ον (s. συντίθημι; Pla.+; PFamTebt 15, 69 and 90; Eth. Epicur. col. 19, 19; Herm. Wr. 14, 6) pert. to such as renege on their word, faithless. The noun συνθήκη refers to a formal agreement or compact; an ἀσύνθετος pers. does not keep an agreement (Hesychius and Sudas explain ἀ.: μὴ ἐμμένων ταῖς συνθήκαις; cp. Demosth. 19, 136; Jer 3:7–11) Ro 1:31. In favor of the sense undutiful in this pass. is the ref. to disobedience that precedes (γονεῦσιν ἀπειθεῖς; cp. PCairMasp 97 verso D, 84 ἀ. παῖς). The term appears in a list of vices (as Ptolem., Apotel. 3, 14, 35 Boll-B.); s. also ἀσύνετος a.—AFridrichsen, ConNeot. 9, ’44, 47f: ‘self-willed.’—DELG s.v. τίθημι. M-M. -
89 dohoda
1) διεκπεραίωση2) ομόνοια3) συγκατάθεση4) σύμβαση5) συμβιβασμός6) συμφωνία7) συνθήκη -
90 smlouva
1) συγκατάθεση2) συμβόλαιο3) συμφωνία4) σύμφωνο5) συνθήκη -
91 convention
1) σύμβαση2) συνέδριο3) συνέλευση4) συνθήκη -
92 umowa
1) σύμβαση2) συμβόλαιο3) συμφωνία4) σύμφωνο5) συνθήκη
См. также в других словарях:
συνθήκη — compounding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκῃ — συνθήκη compounding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
συνθήκη — η συμφωνία: Υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στους εμπόλεμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… … Dictionary of Greek
Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων — Διεθνής συνθήκη που καταρτίστηκε από την Επιτροπή Αφοπλισμού του OHE, με σκοπό να περιοριστεί ο αριθμός των χωρών που κατέχουν πυρηνικά όπλα και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες σύγκρουσης όπου θα χρησιμοποιούνταν τέτοια όπλα. Η συνθήκη αυτή… … Dictionary of Greek
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Μπρεστ-Λιτόφσκ, συνθήκη ειρήνης — Συνθήκη που συνάφθηκε στις 3 Μαρτίου 1918 μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών· ονομάστηκε έτσι από την πόλη Μπρεστ (βλ. λ.), η οποία ονομαζόταν Μπρεστ Λιτόφσκ μέχρι το 1921. Πριν από τη συνθήκη είχε συναφθεί, τον… … Dictionary of Greek
Άκερμαν, συνθήκη του — Συνθήκη που υπογράφηκε στην πόλη Άκερμαν της Ουκρανίας (νεότερη ονομασία Μπιέλγκοροντ Ντιεστρόγσκι), στις 7 Οκτωβρίου 1826, από τη Ρωσία και την Τουρκία. Η συνθήκη υποχρέωνε την Τουρκία να εφαρμόσει τους όρους της συνθήκης ειρήνης του… … Dictionary of Greek
Αγίου Στεφάνου, συνθήκη — Συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στον μεταξύ τους πόλεμο (3 Μαρτίου 1878). Βλ. λ. Άγιος Στέφανος … Dictionary of Greek
Κλέιτον-Μπούλουερ, συνθήκη — (Clayton Bulwer Treaty).Η πρώτη συνθήκη που συνάφθηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, για την κατασκευή μιας διώρυγας μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού ωκεανού στην Κεντρική Αμερική. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 19 Απριλίου 1850 από τον… … Dictionary of Greek