-
1 синтезировать
συνθέτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > синтезировать
-
2 компоновать
συνθέτω, συντάσσω, ταξινομώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компоновать
-
3 bestelemek
συνθέτω, μελοποιώ -
4 сложить
сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•
сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.
2. προσθέτω•сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•
сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.
3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.
4. χτίζω•сложить пчку χτίζω θερμάστρα.
5. συνθέτω•сложить песню συνθέτω τραγούδι•
сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).
6. διπλώνω•сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.
|| συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•сложить нож κλείνω το σουγιά.
|| συμπτύσσω• σταυρώνω•сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•
сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.
7. κατεβάζω, αποθέτω•сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.
|| παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.εκφρ.сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).2. συντίθεμαι.3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•
-лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.
|| παίρνω τροπή, φάση, στροφή•обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.
4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.
|| αποκτιέμαι.5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση). -
5 составить
-
6 сочинить
-
7 compose
[kəm'pəuz]1) (to form by putting parts together: A word is composed of several letters.) συνθέτω2) (to write (eg music, poetry etc): Mozart began to compose when he was six years old.) συνθέτω3) (to control (oneself) after being upset.) ηρεμώ•- composed- composer
- composition
- composure -
8 сочинить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сочиненный, βρ: -нен, -нена, -неноρ.σ.μ.1. συγγράφω, γράφω, δημιουργώ, φτιάχνω•сочинить пь-су συγγράφω θεατρικό έργο•
сочинить стихи γράφω στίχους (στιχουργώ).
|| συνθέτω•сочинить песню συνθέτω τραγούδι.
|| γράφω•сочинить доклад γράφω την εισήγηση.
2. επινοώ, σοφίζομαι. || ψεύδομαι. -
9 дезинтеграция
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дезинтеграция
-
10 комбинировать
συνδυάζω, συνθέτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комбинировать
-
11 компановать
τοποθετώ, συνθέτω, συναρμολογώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компановать
-
12 набрать
1. см. набирать 2. (взять какое-л. количество) παίρνω, γεμίζω, εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι 3. (принять, навербовать) προσλαμβάνω 4. (составить что-л. целое из отдельных частей) συνθέτωσυναρμολογώ, κατασκευάζω, φτιάχνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > набрать
-
13 сочинять
1. (литературное произведение) συγγράφω, γράφω 2. (музыкальное произведение) συνθέτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сочинять
-
14 компоновать
компоноватьнесов συνθέτω, συντάσσω. -
15 синтезировать
синтез||и́роватьσυνθέτω. -
16 слагать
слагатьнесов1. (снимать) ἀποθέτω, ἀφήνω/ ξεφορτώνω (груз, вещи)·2. перен (вину, полномочия и т. п.) ἀποθέτω:\слагать с себя ответственность ἀπεκδύομαι τήν εὐθύνην3. (сочинять \слагать песню и т. п.) συνθέτω. -
17 сочинять
сочин||ятьнесов1. συγγράφω (о писателе)! συνθέτω (о композиторе):\сочинятья́ть стихи γράφω στίχους·2. (выдумывать) разг ἐπινοώ. -
18 synthesise
verb (to make (eg a drug) by synthesis: Some hormones can be synthesized.) συνθέτω -
19 synthesize
verb (to make (eg a drug) by synthesis: Some hormones can be synthesized.) συνθέτω -
20 write
past tense - wrote; verb1) (to draw (letters or other forms of script) on a surface, especially with a pen or pencil on paper: They wrote their names on a sheet of paper; The child has learned to read and write; Please write in ink.) γράφω2) (to compose the text of (a book, poem etc): She wrote a book on prehistoric monsters.) (συγ)γράφω / συνθέτω (μουσική)3) (to compose a letter (and send it): He has written a letter to me about this matter; I'll write you a long letter about my holiday; I wrote to you last week.) γράφω (γράμμα)•- writer- writing
- writings
- written
- writing-paper
- write down
- write out
См. также в других словарях:
συνθέτω — συνθέτω, συνέθεσα και σύνθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνθέτω — Ν 1. συνδέω αρμονικά πολλά επιμέρους τμήματα για τη συγκρότηση ενός συνόλου 2. γράφω τη μελωδία μουσικού έργου 3. συγγράφω λογοτεχνικό έργο 4. (τυπογρ.) στοιχειοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συν θετ τού συν τίθ ημι (πρβλ. σύνθεσις, σύνθετος), βλ. και λ … Dictionary of Greek
συνθέτω — σύνθεσα και συνέθεσα, συντέθηκα, συνθεμένος 1. ενώνω τα μέρη για σχηματισμό ενός όλου, συγκροτώ: Το ανθρώπινο σώμα μετά το θάνατο διαλύεται στα στοιχεία από τα οποία έχει συντεθεί. 2. γράφω μουσικό ή λογοτεχνικό έργο: Τη μουσική αυτής της ταινίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνθετῶ — σύνθετος put together masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτω — σύνθετος put together masc/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/neut gen sg (doric aeolic) σύνθετος put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) συνθέτης composer masc gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτῳ — σύνθετος put together masc/neut dat sg σύνθετος put together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασυνθέτω — συνθέτω πάλι, συνθέτω από την αρχή … Dictionary of Greek
συνθέτωι — συνθέτῳ , σύνθετος put together masc/neut dat sg συνθέτῳ , σύνθετος put together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακρεοντίζω — συνθέτω ποιήματα μιμούμενος εκείνα τού Ανακρέοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀνακρέων. ΠΑΡ. ανακρεοντισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
ενορχηστρώνω — συνθέτω το μέρος τής ορχήστρας, κατανέμω τους φθόγγους μιας μουσικής σύνθεσης στα όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestrate, instrument] … Dictionary of Greek
μελοποιώ — (Α μελοποιῶ, έω) [μελοποιός] συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου 2. συνθέτω λυρικά ποιήματα αρχ. 1. προσαρμόζω ποιήματα στη μουσική («ἐλεγεῑα μεμελοποιημένα», Πλούτ.) 2. εκφράζω κάτι με μουσική … Dictionary of Greek