-
1 συνηρωτήσθαι
-
2 συνηρωτῆσθαι
См. также в других словарях:
συνηρωτῆσθαι — συνερωτάω ask a series of questions (about perf inf mp (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συνηρωτήσθαι
2 συνηρωτῆσθαι
συνηρωτῆσθαι — συνερωτάω ask a series of questions (about perf inf mp (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)