-
1 συνηρτημένως
A in a trained manner, expertly,σ. καὶ τεχνικῶς Phld.Rh.2.91
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνηρτημένως
См. также в других словарях:
συνηρτημένως — Α επίρρ. με επιδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηρτημένος τού συναρτῶμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek