1 συνηγορώ
συνηγορ υπέρ της ικανοποιήσεως... — выступать за удовлетворение...;
όλα συνηγορούν υπέρ της απόψεως μου — всё говорит в пользу моей точки зрения;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνηγορώ