-
1 συνεχης
21) непрерывный, сплошной (sc. ἥ κίνησις Arst.)λόφοι συνεχεῖς Plut. — сплошная гряда холмов
2) прилегающий (друг к другу), смежный(οἰκήματα Thuc.)
πύργοις σ. κλιτύς Eur. — прилегающий к замку холм3) непрекращающийся, постоянный(πόλεμος Plat.)
ξυνεχὲς ποικίλον Plat. — нескончаемое разнообразие4) связный(ῥῆσις Thuc.; λόγος Polyb.)
5) плотный, густой(ἔλαιον Plut.)
6) постоянно встречающийся, обыкновенный(ὄρνις Plut.)
7) настойчивый, стойкий, упорный(ἔν τινι Plut.). - см. тж. συνεχές
-
2 συνεχής
συνεχής, ἐς ['держащийся вместе'] связанный, связный, непрерывный -
3 συνεχής
ης, ες1) непрерывный; беспрерывный; постоянный; продолжительный;συνεχες κλάσμα мат. — непрерывная дробь;
συνεχές ρεύμα — эл. постоянный ток;
2) последовательный (о порядке);3) см. συνεχόμενος -
4 συνεχής
[сннэхис] εκ. непрерывный, постоянный, продолжительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνεχής
-
5 συνεχής
[сннэхис] επ непрерывный, постоянный, продолжительный. -
6 συνεχές
( средний род от συνεχής) непрестанно
См. также в других словарях:
συνεχῆς — συνεχής holding together masc/fem acc pl (attic epic doric) συνεχής holding together masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχής — holding together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… … Dictionary of Greek
συνεχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. συνεχώς και συνέχεια 1. αδιάκοπος: Οι συνεχείς πόλεμοι εξάντλησαν τις δυνάμεις τους. 2. αυτός που συνδέεται με κάτι άλλο: Συνεχή δωμάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνέχῃς — συνόχωκα to be pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχῆ — συνεχής holding together neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συνεχής holding together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συνεχής holding together masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχέστερον — συνεχής holding together adverbial comp συνεχής holding together masc acc comp sg συνεχής holding together neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεχής — συνεχής , συνεχής holding together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχεστέραις — συνεχής holding together fem dat comp pl συνεχεστέρᾱͅς , συνεχής holding together fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχεστέρων — συνεχής holding together fem gen comp pl συνεχής holding together masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχεστέρως — συνεχής holding together masc acc comp pl (doric) συνεχής holding together comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)