-
1 συνευφράζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνευφράζομαι
См. также в других словарях:
συνευφράζομαι — Α συσκέπτομαι αρμονικά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὖ + φράζομαι] … Dictionary of Greek
1 συνευφράζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνευφράζομαι
συνευφράζομαι — Α συσκέπτομαι αρμονικά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὖ + φράζομαι] … Dictionary of Greek