-
1 συνευαστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνευαστήρ
-
2 συνευαστήρας
-
3 συνευαστῆρας
См. также в других словарях:
συνευαστῆρας — συνευαστήρ fellow bacchanal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)