-
1 συνετίσης
-
2 συνετίσῃς
См. также в других словарях:
συνετίσῃς — συνετίζω cause to understand aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συνετίσης
2 συνετίσῃς
συνετίσῃς — συνετίζω cause to understand aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)