Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συνετός

  • 1 благоразумный

    благоразумный λογικός, συνετός
    * * *
    λογικός, συνετός

    Русско-греческий словарь > благоразумный

  • 2 разумный

    разумный λογικός, συνετός
    * * *
    λογικός, συνετός

    Русско-греческий словарь > разумный

  • 3 благоразумный

    επ., βρ: -мен, -мна, -мно
    συνετός, λογικός, σώφρονας•

    благоразумный человек συνετός άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > благоразумный

  • 4 благоразумный

    благоразу́м||ный
    Щтл. συνετός, λογικός, φρόνιμος:
    \благоразумныйный Человек ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος; \благоразумныйный совет ἡ λογική συμβουλή..

    Русско-новогреческий словарь > благоразумный

  • 5 вдумчивый

    вду́м||чивый
    прил βαθυστόχαστος, συνετός, προσεκτικός.

    Русско-новогреческий словарь > вдумчивый

  • 6 здравый

    здрав||ый
    прил φρόνιμος, γνωστικός, συνετός:
    в \здравыйом уме и твердой памяти μέ σώας τάς φρένας.

    Русско-новогреческий словарь > здравый

  • 7 мудрец

    мудрец
    м 0 σοφός, ὁ φρόνιμος, ὁ συνετός, ὁ γνωστικός· ◊ на всякого \мудреца довольно простоты =ί τό ἐξυπνο πουλί ἀπό τή μύτη πιανεται.

    Русско-новогреческий словарь > мудрец

  • 8 муДРый

    му́ДР||ый
    прил σοφός, συνετός, φρόνιμος.

    Русско-новогреческий словарь > муДРый

  • 9 обстоятельностьый

    обстоятельность||ый
    прил
    1. (подробный, детальный) ἐμπεριστατωμένος, λεπτομερής·
    2. (о человеке) разг σοβαρός, συνετός, φρόνιμος.

    Русско-новогреческий словарь > обстоятельностьый

  • 10 осмысленный

    осмысленный
    1. прич. от осмыслить·
    2. прил (об ответе и т. п.) συνετός, φρόνιμος, λογικός·
    3. прил (о взгляде, лице) μέ νόημα

    Русско-новогреческий словарь > осмысленный

  • 11 разумный

    разу́мн||ый
    прил λογικός, συνετός, φρόνιμος:
    \разумныйый человек ἄνθρωπος λογικός· \разумныйый поступок ἡ συνετή πράξη· становиться \разумныйым λογικεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > разумный

  • 12 рассудительностьый

    рассудительность||ый
    прил συνετός,, φρόνιμος, γνωστικός, λογικός:
    \рассудительностьыйый человек ὁ γνωστικός ἄνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > рассудительностьый

  • 13 расчетливый

    расчетлив||ый
    прил οἰκονόμος (бережливый) / συνετός, φρόνιμος (предусмотрительный).

    Русско-новогреческий словарь > расчетливый

  • 14 трезвый

    трезв||ый
    прил
    1. νηφάλιος, ἀμέθυστος (не пьяный)/ ἐγκρατής (непьющий):
    быть в \трезвыйом состоянии εἶμαι νηφάλιος·
    2. (здравомыслящий) συνετός, νηφάλιος.

    Русско-новогреческий словарь > трезвый

  • 15 благомыслящий

    επ.
    παλ.
    1. σώφρονας, εύφρονας, συνετός.
    2. καλοδίατεθημένος.

    Большой русско-греческий словарь > благомыслящий

  • 16 мудрый

    επ., βρ: мудр, -а, -о.
    σοφός, συνετός, γνωστικός, σώφρονας•

    мудрый человек γνωστικός άνθρωπος•

    мудрый закон σοφός νόμος•

    -ая политика συνετή πολιτική•

    мудрый совет σοφή συμβουλή•

    мудрый вождь σώφρονας αρχηγός.

    Большой русско-греческий словарь > мудрый

  • 17 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 18 обстоятельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    1. εμπερίστατος, -στατωμένος• λεπτομερής, αναλυτικός, με όλα τα καθέκαστα.
    2. σοβαρός: συνετός, αξιοπρεπής.

    Большой русско-греческий словарь > обстоятельный

  • 19 опасливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о, επιφυλακτικός, προσεχτικός, συνετός. || περίφοβος, περιδεής, έμφοβος.

    Большой русско-греческий словарь > опасливый

  • 20 осмысленный

    επ. από μτχ.
    περι εσκεμμένος, συνετός, καλομελετημένος.

    Большой русско-греческий словарь > осмысленный

См. также в других словарях:

  • Συνετός — intelligent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνετός — intelligent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • συνετός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σύνεση ή διακρίνεται για τη σύνεση: Οι εμπειρίες τον έχουν κάνει συνετό. – Η συνετή πολιτική του έσωσε τη χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνετά — συνετός intelligent neut nom/voc/acc pl (attic) ξυνετά̱ , συνετός intelligent fem nom/voc/acc dual (attic) ξυνετά̱ , συνετός intelligent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνετώτερον — συνετός intelligent adverbial comp (attic) συνετός intelligent masc acc comp sg (attic) συνετός intelligent neut nom/voc/acc comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνετά — συνετός intelligent neut nom/voc/acc pl συνετά̱ , συνετός intelligent fem nom/voc/acc dual συνετά̱ , συνετός intelligent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνετώτερον — συνετός intelligent adverbial comp συνετός intelligent masc acc comp sg συνετός intelligent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνετωτέρων — συνετός intelligent fem gen comp pl (attic) συνετός intelligent masc/neut gen comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνετῶν — συνετός intelligent fem gen pl (attic) συνετός intelligent masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνετόν — συνετός intelligent masc acc sg (attic) συνετός intelligent neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»