-
1 συνεταιρισμός
[синэтэризмос] ουσ. а. товарищество, объединение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνεταιρισμός
-
2 кооператив
кооператив м η κοοπερατίβα, ο συνεταιρισμός жилищно-стройтельный \кооператив о οικοδομικός συνεταιρισμός* * *мη κοοπερατίβα, ο συνεταιρισμόςжили́щно-строи́тельный кооперати́в — ο οικοδομικός συνεταιρισμός
-
3 кооперация
кооперация ж о συνεταιρισμός потребительская \кооперация о καταναλωτικός συνεταιρισμός* * *жο συνεταιρισμόςпотреби́тельская коопера́ция — ο καταναλωτικός συνεταιρισμός
-
4 кооперация
-и θ.1. συνεργασία παραγωγική.2. συνεταιρισμός•потребительская кооперация καταναλωτικός συνεταιρισμός•
производственная παραγωγικός συνεταιρισμός•
сельскохозяиственная кооперация αγροτικός συνεταιρισμός.
3. συνεταιρικό μαγαζί, κοοπερατίβα. συνεργατική. -
5 кооперативация
кооператив||ацияж1. (форма организации труда) ἡ συνεργασία·2. (торговая или производственная организация) ὁ συνεταιρισμός:потребительская (производственная) \кооперативацияация ὁ καταναλωτικός (ό παραγωγικός) συνεταιρισμός· сельскохозяйственная \кооперативацияацня ὁ γεωργικός συνεταιρισμός. -
6 артель
-
7 артель
артельж ὁ συνεταιρισμός, ἡ συνεργατική, τό ἀρτέλ:сельскохозяи́ственная \артель ὁ ἀγροτικός συνεταιρισμός. -
8 артель
-и θ.συνεταιρισμός, συνεργατική, αρτέλ•сельскохозяйственная - αγροτικός συνεταιρισμός.
|| ομάδα, γκρουπ. -
9 артель
ο επαγγελματικός συνεταιρισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > артель
-
10 ассоциация
1. (группа, сочетание, соединение чего-л.) η σύζευξη 2. (объединение лиц, учреждений, организаций) η ομοσπονδία, ο συνεταιρισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ассоциация
-
11 картель
эк. о συνεταιρισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > картель
-
12 кооперация
1. (форма организации труда) η (παραγωγική) συνεργασία 2. (объединение) о συνεταιρισμός, η συνεργατική 3. (кооперативный магазин, кооператив) το συνεταιριστικό κατάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кооперация
-
13 ассоциация
ассоциацияж1. (союз, общество) ὁ συνεταιρισμός, ἡ ἐταιρεία, ὁ σύλλογος;2. психол. ὁ συνειρμός. -
14 кооператив
кооперативм ὁ συνεταιρισμός, ἡ κο-οπερατίβα, ἡ συνεργατική. -
15 кооперативативный
кооператив||ати́вныйприл συνεταιρικός:\кооперативативныйати́вная торговля τό συνεταιρικό ἐμπόριό \кооперативативныйати́вное товарищество ὁ συνεταιρισμός. -
16 кооперативирование
кооператив||и́рованиес ὁ συνεταιρισμός, ἡ συνεταιρική ὁργάνωση. -
17 потребительский
потребитель||скийприл καταναλωτικός:\потребительскийская кооперация ὁ καταναλωτικός συνεταιρισμός. -
18 промысловый
про́мыс||ловыйприл:\промысловыйло́вая кооперация ὁ βιοτεχνικός συνεταιρισμός' \промысловыйло́вое судно ἀλιευτικό σκάφος. -
19 рыболовецкий
рыболовецк||ийприл ἀλιευτικός, ψαράδικος:\рыболовецкийая шхуна (ло́дка) ἡ ψαροπούλα, τό ψαροκάικο, τό ἀλιευτικόν πλοιάριον \рыболовецкий ая артель ὁ ἀλιευτικός συνεταιρισμός. -
20 сельскохозяйственный
сельскохозяйственн||ыйприл ἀγροτικός, γεωργικός:\сельскохозяйственныйая артель ὁ ἀγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — ο ένωση πολλών ατόμων για κοινές οικονομικές επιχειρήσεις: Ο γεωργικός συνεταιρισμός αυτού του χωριού ίδρυσε βιοτεχνία για την επεξεργασία των προϊόντων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… … Dictionary of Greek
προμηθευτικός — ή, ό / προμηθευτικός, ή, όν, ΝΜ [προμηθεύω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια 2. αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό γραφείο) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προμηθευτικά αμοιβή ή κέρδος… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
αβάκα — Φυτό της οικογένειας των μουσιδών, ιθαγενές των Φιλιππίνων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μούσα η κλωστική. Έχει μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία, γιατί από τον κολεό των φύλλων του βγαίνει η λεγόμενη κάνναβις της Μανίλας, κλωστικό υλικό… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κοινάτο — το συνεταιρισμός κτηνοτρόφων για τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κατάλ. άτο, πρβλ. συνδικ άτο, ρηγ άτο] … Dictionary of Greek
κοινόβιος — α, ο (AM κοινόβιος, ον) 1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους 2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν) α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από… … Dictionary of Greek
κοινώνημα — κοινώνημα, τὸ (Α) [κοινωνώ] 1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση 2. γνωστοποίηση 3. κοινή επιχείρηση 4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση 5. σημείο εφαρμογής 6. συνάφεια, σχέση 7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματα οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες … Dictionary of Greek